Γεώργιος Σοφοκλέους ( Χατζιηώρκος )

Το Βρετανικό Στέμμα τιμά τον Γεώργιο Σοφοκλέους ( Χατζιηώρκο ) για την προσφορά του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Άγνωστες πτυχές από την περιπετειώδη ζωή του,
όπως τις διηγείται η εγγονή του
Ελευθερία Οικονομίδου-Θεμιστοκλέους

Ο Γεώργιος Σοφοκλέους, γνωστός σε όλους ως Χατζηώρκος, γεννήθηκε στη Φιλιά γύρω στο 1895. Οι γονείς του Σοφόκλης από την Κυρά και Ελένη από την Αυλώνα προτίμησαν για άγνωστους λόγους να κατοικήσουν στη Φιλιά μετά από το γάμο τους, όπου απέκτησαν πέντε παιδιά, τη Βαττού, τη Χρυσταλλού, τον Μάμα, το Γιαννή και τον Γιώρκο.

Ο Χατζηώρκος σε ηλικία 15 χρόνων πήγε σε «μάστρο» στην Μόρφου, όπου έμαθε να ράβει βράκες, την παραδοσιακή ενδυμασία της εποχής. Όμως, μετά από μερικά χρόνια, οι γιατροί του σύστησαν να αλλάξει επάγγελμα, λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε με τα μάτια του. Μετά από την εξέλιξη αυτή, αποφάσισε να ασχοληθεί με το βιολί. Αφού διδάχτηκε την τέχνη από κάποιο βιολάρη στη Μόρφου, αγόρασε το δικό του βιολί και άρχισε να παίζει σε γάμους στα διάφορα χωριά μέχρι και την Πιτσιλιά.

Την εποχή που διδασκόταν το βιολί στην Μόρφου παρακολουθούσε παράλληλα την τέχνη της κατασκευής αρότρων σε ένα γειτονικό εργαστήριο μέχρι που έφτιαξε ο ίδιος μια μικρογραφία αρότρου από μαλακό ξύλο (βαβίτσα). Η τέχνη αυτή αποδείχτηκε χρήσιμη, γιατί όταν αργότερα αποφάσισε να ασχοληθεί με τη γεωργία, έχοντας ως πρότυπο το μοντέλο που είχε, κατασκεύασε το πρώτο κανονικό άροτρο για δική του χρήση και στη συνέχεια άλλα άροτρα, τα οποία πωλούσε στους γεωργούς της περιοχής. Η τιμή πώλησης ενός αρότρου ήταν τότε 3 λίρες.

Το 1914 σε ηλικία 18 χρόνων ο Χατζηώρκος κατατάγηκε στον Αγγλικό στρατό και υπηρέτησε ως εθελοντής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν μέλος του 8063 MULETEER MACEDONIAN MULE C., το γνωστό σώμα των ημιονοδηγών ή κοινώς μουλάρηδων. Υπηρέτησε στο μέτωπο της Μακεδονίας από το 1914 που άρχισε ο πόλεμος μέχρι και τη λήξη του το 1918 και μετέφερε τρόφιμα και προμήθειες στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Εκεί οι συνθήκες ήταν τόσο πολύ δύσκολες και επικίνδυνες που, όπως ο ίδιος ενδεικτικά έλεγε, κάθε δέκα στρατιώτες που πήγαιναν με τις μούλες, επέστρεφαν ζωντανοί μόνο οι δυο.  Για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από το 1914 μέχρι το 1918 ο Χατζηώρκος παρασημοφορήθηκε από το Βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο με ειδικό τιμητικό μετάλλιο στο οποίο είναι αναγραμμένα τα ακόλουθα:

(Όψη Α΄) - GEORGIVS V  BRITT. OMN:REX  ET IN: IMP: 1914 1918

(Όψη Β΄): - 8063 MULETEER MACEDONIAN MULE C.

Εκείνη την εποχή του πολέμου, στις ελεύθερές του ώρες ο Χατζηώρκος κούρευε τους Κύπριους εθελοντές που ήταν μαζί του και όταν οι Άγγλοι αξιωματικοί πρόσεξαν τις ικανότητές του, του πρότειναν να γίνει ο κουρέας του στρατοπέδου επί πληρωμή. Αυτός αποδέκτηκε ευχαρίστως την πρόταση και αφού προμηθεύτηκε τα αναγκαία εργαλεία, άρχισε να κουρεύει και να ξυρίζει τους Άγγλους στρατιώτες. Τα χρήματα που έπαιρνε τα φύλασσε μέσα σε μια ζώνη από διπλό ύφασμα που φορούσε κάτω από τα ρούχα του για να μη  του τα κλέψουν, αφού προηγουμένως τα μετέτρεπε σε χρυσές λίρες. Κάθε είκοσι χάρτινες λίρες ανταλλάσσονταν με μια χρυσή λίρα. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος το 1918 και επέστρεψε στο χωριό, ή πρώτη του δουλειά ήταν να κάψει όλα του τα ρούχα, γιατί ήταν γεμάτα από ψείρες. Όταν όμως έφθασε η σειρά της ζώνης για να ριχτεί στη φωτιά, είδε με έκπληξη, αλλά και ευχαρίστηση ότι είχε εξοικονομήσει από την εργασία του ως κουρέας του στρατοπέδου εξήντα χρυσές λίρες. Αφού μίλησε με τον πατέρα του, κατέληξαν σε συμφωνία και αγόρασε το καφενείο του, το γνωστό μέχρι σήμερα καφενείο του Χατζηώρκου, με αντίτιμο τις εξήντα χρυσές λίρες.

Το καφενείο του Χατζηώρκου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της πλατείας του χωριού και αποτελεί σημείο αναφοράς στις αναμνήσεις όλων των Φιλιωτών. Ξεχώριζε για τα σημαντικά στοιχεία της λαϊκής μας αρχιτεκτονικής, όπως οι αρχοντικές του καμάρες και τα ξύλινα μπαλκόνια στα ανώγειά του. Ήταν κεντρικό σημείο σύναξης για ολόκληρο το χρόνο. Τις καθημερινές για καφέ και κουβέντα και τις γιορτές, κυρίως στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία για φαγοπότι και γλέντι. Την Καθαρά Δευτέρα γινόταν στο καφενείο αυτό ο καθιερωμένος καρναβαλίστικος γάμος με βιολί, λαούτο και γλέντι για όλο το χωριό.

Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με το καφενείο και παράλληλα εργαζόταν ως κουρέας και επίσης ως βιολάρης σε γάμους. Ο πατέρας του είχε κάποτε ασχοληθεί με την εξαγωγή δοντιών και είχε τα απαραίτητα οδοντιατρικά εργαλεία, όπως μικρές τανάλιες, πέσσες και άλλα. Τα εργαλεία αυτά, όπως και την τέχνη της οδοντιατρικής κληρονόμησε από τον πατέρα του ο Χατζηώρκος, τον οποίο εμπιστεύονταν πολλοί συγχωριανοί για την εξαγωγή προβληματικών δοντιών. Ενδεικτικό της εμπιστοσύνης αυτής είναι το γεγονός ότι ηλικιωμένοι Φιλιώτες, όπως ο Γιαννακός και άλλοι, αρνούνταν μέχρι ακόμη και το 1974 να επισκεφθούν οδοντίατρο και αποτείνονταν στον Χατζηώρκο για να τους αφαιρέσει τα χαλασμένα δόντια.

Στη γειτονιά κατοικούσε η Κατερίνα, την οποία πάντρεψαν σε ηλικία 14 χρόνων με τον Χατζηαθανάση που ήταν 40 χρόνων και πέθανε αφήνοντας στην Κατερίνα δυο μικρά ορφανά, τον Κώστα και την Ελένη. Με την πάροδο του χρόνου ο Χατζηώρκος αγάπησε τα παιδιά και την Κατερίνα, την οποία τελικά παντρεύτηκε. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Σοφόκλη, τον Αντρέα, τον Χρίστο και την Παρασκευού. Την εποχή της Αγγλοκρατίας υπηρέτησε ως Κοινοτάρχης Φιλιάς από το 1933 μέχρι το 1941. Επίσης ήταν υπεύθυνος για τη διανομή του ταχυδρομείου. Μέχρι το 1974 ήταν ακόμη έξω από το καφενείο του το κίτρινο κιβώτιο με την ένδειξη “Post Office”. Ως Κοινοτάρχης είχε την ευθύνη να φιλοξενεί όλους τους ξένους που περνούσαν από το χωριό. Το ανώγειο πάνω από το καφενείο συχνά χρησιμοποιείτο ως ξενώνας για τους επισκέπτες που διανυκτέρευαν στη Φιλιά.

Ο Χατζηώρκος, παρόλο ότι ήταν  φανατικός βρακοφόρος, όταν πήγε στον πόλεμο αντικατέστησε την παραδοσιακή βράκα με τα «φράγκικα», δηλαδή με παντελόνια. Μετά την επιστροφή του από το μέτωπο, συνέχισε να φορεί τα παντελόνια μέχρι την εποχή που ζήτησε σε γάμο την Κατερίνα, οπόταν υποχρεωτικά έβαλε και πάλι τη βράκα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η Κατερίνα δεν θα γινόταν δική του, αφού του διεμήνυσε πως δεν θα τον παντρευόταν «μέχρι να γίνει άδρωπος», δηλαδή μέχρι να φορέσει βράκα. Από τότε φορούσε συνέχεια τη βράκα μέχρι το 1970 που προγραμμάτισε να ταξιδέψει στην Αγγλία για να επισκεφθεί τα παιδιά του. Τότε κάποιος βρακοφόρος συγχωριανός τον προειδοποίησε ότι αν πήγαινε στην Αγγλία με τη βράκα, όλοι θα τον ακολουθούσαν με σκοπό να τον φωτογραφίσουν, επειδή θα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τον κόσμο εκεί. Έτσι, μετά και τη συμβουλή του συγχωριανού του, αποφάσισε να αντικαταστήσει και πάλι τη βράκα με τα παντελόνια.

Όταν στις 14 Αυγούστου 1974, ημέρα της έναρξης της Β΄ φάσης της τουρκικής εισβολής, οι συγγενείς τον φώναξαν για να φύγουν από το χωριό, εκείνος προτίμησε να παραμείνει εκεί λέγοντας « να μείνω, μπορεί να χρειαστούν λλίον νερόν οι στρατιώτες που πολεμούν». Εκεί έζησε τους βομβαρδισμούς και τις μάχες, καθώς και τις λεηλασίες των Τούρκων που μπήκαν αργότερα στο χωριό. Το καφενείο του, μέχρι την κατάληψή του χρησιμοποιήθηκε ως σταθμός πρώτων βοηθειών. Όταν πήρε την απόφαση να φύγει, γύρισε όλα τα σπίτια της γειτονιάς και ελευθέρωσε τα ζώα ανοίγοντας τα υποστατικά, ώστε να μην πεθάνουν από την έλλειψη τροφής. Ενώ απομακρυνόταν πεζός από το χωριό, τον συνέλαβαν οι Τούρκοι στην Αυλώνα και τον μετέφεραν μαζί με άλλους συλληφθέντες στο Μάσσαρι. Εκεί, ζήτησε από τον τουρκοκύπριο αξιωματικό να του επιτρέψει να συνεχίσει το δρόμο του για να συναντήσει τα παιδιά του. Πεζός και πάλι πέρασε στην προσφυγιά, χωρίς ποτέ πια να επιστρέψει στην αγαπημένη του Φιλιά. Ο Χατζιώρκος πέθανε τον Γενάρη του 1978.

 

soap2day