Στέλιος Χατζηστυλλής «Καραπατέας»

Ο Στέλιος Χατζηστυλλής «Καραπατέας» γεννήθηκε στη Φιλιά στις12 Δεκεμβρίου 1955. Γονείς του είναι ο Χριστοφής Χατζηστυλλής (Καραπατέας) και η Ευθαλία Γεωργίου Φτύρη από τη Φιλιά. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια στο Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία. Μετά τη στρατιωτική του θητεία στην Εθνική Φρουρά, αναχώρησε για τη Γερμανία, όπου σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια πήγε στην Αμερική για μεταπτυχιακές σπουδές. Μετά το πέρας των μεταπτυχιακών του σπουδών επέστρεψε και πάλιν στη Γερμανία, όπου ζει και εργάζεται ως ογκολόγος/καρδιολόγος. Είναι νυμφευμένος με την Κορνέλια από τη Γερμανία, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Χριστόφορο, τη Μαγδαλένα και το Φίλιππο.

Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και συγκεκριμένα στις 20 Αυγούστου 1974 ο Στέλιος Χατζηστυλλής, μαζί με τους συντρόφους του, βρέθηκε περικυκλωμένος και συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τα τουρκικά στρατεύματα.  Μεταφέρθηκε σε φυλακές στην Τουρκία από όπου επέστρεψε πίσω στην Κύπρο και αφέθηκε ελεύθερος στις 22 Σεπτεμβρίου 1974, μετά από 33 μέρες αιχμαλωσίας.

Τουρκική Εισβολή
Προσωπικές μαρτυρίες του αιχμάλωτου πολέμου
Στέλιου Χατζηστυλλή «Καραπατέα» από τη Φιλιά

«Τον Ιούλιο του 1974 υπηρετούσα στο 361 Τ.Π. που είχε έδρα το Συγχαρί. Στις 12 Αυγούστου, δηλαδή δύο μέρες πριν την έναρξη του δεύτερου γύρου της εισβολής, το Τάγμα μας μετακινήθηκε στον Παχύαμμο, έξω από την Κερύνεια, προς αντικατάσταση του 241 Τ.Π. Η 13η Αυγούστου πέρασε ήρεμα εφόσον ήδη διεξάγονταν οι συνομιλίες της Γενεύης. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα και ενώ ξημέρωνε Τετάρτη 14 Αυγούστου, έγινε γνωστό ότι ναυάγησαν οι συνομιλίες. Στις 5 τα ξημερώματα, μόλις είχε χαράξει το φως, οι Τούρκοι άρχισαν να κανονιοβολούν τις θέσεις μας από τα πλοία που εκινούνταν στα παράλια της Κερύνειας. Ταυτόχρονα μας χτυπούσαν με όλμους και άρματα μάχης, ενώ η αεροπορία χτυπούσε διάφορες θέσεις της Εθνοφρουράς στην αμυντική γραμμή Λευκωσίας-Μιας Μηλιάς-Κερύνειας.

Τα υψώματα που βρισκόμασταν σείονταν από τις εκρήξεις. Η μάχη κράτησε μέχρι τις 12 το μεσημέρι, όταν εξακριβώθηκε ότι ήδη σκοτώθηκαν 14 στρατιώτες μας και άλλοι 4 είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Πήραμε διαταγή να εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας και να υποχωρήσουμε λίγα χιλιόμετρα πιο πίσω, όπου βρισκόταν το χωριό Κλεπίνη και σε συγκεκριμένο ύψωμα. Οι Τούρκοι άρχισαν να προωθούνται κατά μήκος του παραλιακού δρόμου και στα διπλανά χωράφια, σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από εμάς. Οι πρώτοι στρατιώτες του λόχου μας πλησίασαν ήδη το ύψωμα που επρόκειτο να εγκατασταθούμε μετά την υποχώρηση κρατώντας ελαφρά όπλα. Εμείς βρισκόμασταν πιο πίσω, επειδή μεταφέραμε τα πολυβόλα που ήταν βαριά.

Στο ύψωμα υπήρχαν κινήσεις στρατιωτών. Τότε ο λοχαγός φώναξε δυνατά στους στρατιώτες που βρίσκονταν στο ύψωμα: «Παιδιά μιλάτε ελληνικά;» Αντί απαντήσεως δεχθήκαμε καταιγιστικά πυρά από το ύψωμα. Τότε καταλάβαμε ότι ήδη είχε καταληφθεί το ύψωμα από τους Τούρκους και μας περίμεναν να πλησιάσουμε για να μας σκοτώσουν εκ του ασφαλούς. Δυστυχώς και εδώ αρκετοί στρατιώτες του λόχου μας σκοτώθηκαν. Όσοι από εμάς μετάφεραν με τα χέρια τα βαριά πολυβόλα σώθηκαν με πολλή τύχη, βρίσκοντας προστασία πίσω από τους κορμούς δέντρων.

Ήταν ήδη γύρω στις 7 η ώρα το απόγευμα της 14ης Αυγούστου. Από επικοινωνία που είχαμε με ασύρματο πληροφορηθήκαμε ότι ο διοικητής, ο υποδιοικητής και άλλοι αξιωματικοί του Τάγματος είχαν περάσει στη Λευκωσία προτού υποχωρήσει η αμυντική γραμμή μας στη Μια Μηλιά. Οι Τούρκοι περνώντας την αμυντική γραμμή άρχισαν να κατευθύνονται προς την Αμμόχωστο. Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι είμαστε εγκλωβισμένοι και ότι θα ήταν αδύνατο να περάσουμε προς τις ελεύθερες περιοχές στο νότιο τμήμα της Κύπρου, εφόσον η γραμμή Μόρφου-Λευκωσίας-Αμμοχώστου ήταν ελεγχόμενη από τα τουρκικά στρατεύματα.

Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Δεν είχαμε όπλα, δεν είχαμε φαγητό, ούτε ακόμα και νερό. Μια ομάδα από 5 άτομα ξεκινήσαμε ενώ ήδη βράδιαζε και ανεβήκαμε εξαντλημένοι στον Πενταδάκτυλο. Στο ανατολικότερο δάκτυλο ευρίσκεται μια σπηλιά, μπήκαμε και διανυκτερεύσαμε εκεί έχοντας για μαξιλάρι το στρατιωτικό μας πουκάμισο. Τα ξημερώματα προσπαθήσαμε κατεβαίνοντας από τον Πενταδάκτυλο προς την Κυθρέα να περάσουμε προς τη Λευκωσία. Όμως, ήταν αδύνατο. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με στρατιωτικά αυτοκίνητα και άρματα μάχης. Από άλλους στρατιώτες που συναντήσαμε μάθαμε ότι ήταν αδύνατο να περάσει κάποιος προς το νότο και οι Τούρκοι σκοτώνουν όσους βρουν να κυκλοφορούν.

Μη βλέποντας άλλη διέξοδο, προχωρήσαμε πάλι από τον Πενταδάκτυλο, περπατώντας μέσω της οροσειράς προς ανατολάς, ελπίζοντας ότι σε κάποιο σημείο της γραμμής Λευκωσίας-Αμμοχώστου θα μπορούσαμε να περάσουμε στις ελεύθερες περιοχές. Περπατήσαμε μέχρι την περιοχή Χαλεύκα, ελπίζοντας να περάσουμε στο νότο μέσω του Λευκονοίκου. Δυστυχώς, όμως, και αυτή η περιοχή είχε ήδη καταληφθεί από τους Τούρκους. Προχωρήσαμε τότε πάλι περπατώντας μέσω της οροσειράς του Πενταδακτύλου και φθάσαμε μετά από μεγάλη ταλαιπωρία στο χωριό Ακανθού. Εκεί μάθαμε ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη καταλάβει και την Αμμόχωστο. Στην Ακανθού βρίσκονταν ακόμα γύρω στους 50 κατοίκους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να φύγουν. Εμείς ως στρατιώτες μέναμε γύρω στα 300 μέτρα πάνω από το χωριό στην παρυφή του Πενταδακτύλου.

Την Τρίτη 20 Αυγούστου στις 12 το μεσημέρι, 500 περίπου Τούρκοι λοκατζήδες περικύκλωσαν την περιοχή και μας κάλεσαν να παραδοθούμε. Ένας από τους Τουρκοκυπρίους, που έπαιρναν μαζί τους οι Τούρκοι για μετάφραση, φώναζε με τηλεβόα: «Ήρθεν ο στρατός ο δυνάμενος. Παραδοθείτε και μαζευτείτε όλοι στην αυλή της εκκλησίας. Αύριο το πρωί θα πάτε όλοι στα σπίτια σας.» Ο διοικητής των Τούρκων καταδρομών, ένας ταγματάρχης, διέταξε να μας ερευνήσουν. Ακόμα και τα στρατιωτικά άρβυλα έπρεπε να τα βγάλουμε. Χώρισαν τα γυναικόπαιδα που ήταν κάτοικοι της Ακανθούς. Τους άνδρες από 15 μέχρι 64 χρονών μας φόρτωσαν σε ανοικτά στρατιωτικά αυτοκίνητα και άρχισαν να μας μεταφέρουν προς την κατεύθυνση του χωριού Λευκόνοικο, χωρίς να ξέρουμε τι θα μας συμβεί.

Όταν φθάσαμε στο τουρκικό χωριό Τζιάος, μας κατέβασαν και μας έβαλαν να καθίσουμε γραμμή, ένας δίπλα στον άλλο, σε ένα χωράφι. Εκεί δεκαπέντε ένοπλοι Τούρκοι στρατιώτες στάθηκαν με αυτόματα όπλα μπροστά μας και άλλοι δεκαπέντε πίσω μας. Τότε καταλάβαμε ότι θα μας εκτελέσουν. Αυτοί που στέκονταν μπροστά μας όπλισαν και έκαναν νόημα στους στρατιώτες που ήταν πίσω μας να έρθουν μπροστά. Την ίδια ώρα σταμάτησε στο δρόμο που βρισκόταν περίπου 20 μέτρα από εμάς ένα στρατιωτικό τζιπ από το οποίο κατέβηκε ένας Τούρκος υπολοχαγός. Έτρεξε αμέσως προς εμάς και άρχισε να φωνάζει δυνατά. Ένας Τουρκοκύπριος λοχίας της αστυνομίας επέμενε να μας πυροβολήσουν. Ο υπολοχαγός είπε ότι αυτό αποκλείεται και διέταξε να καταγράψουν τα ονόματά μας σε λίστα και να μας μεταφέρουν στη Λευκωσία στις φυλακές.

Τελικά μας μετάφεραν στο Σεράι. Εκεί μείναμε από τις 20 μέχρι τις 30 Αυγούστου. Δυστυχώς η υπόσχεση ότι θα μας άφηναν την επόμενη μέρα ελεύθερους να πάμε στα σπίτια μας δεν εκπληρώθηκε. Η αγωνία μας ήταν απέραντη. Ειδήσεις δεν ακούγαμε, δεν ξέραμε τι έγινε το χωριό μας, η Φιλιά, εάν ζουν ακόμα οι δικοί μας. Στις 30 Αυγούστου οι Τούρκοι μας μετάφεραν με λεωφορεία από το Σεράι στην Κερύνεια. Διανυκτερεύσαμε στη Σχολή Κατσελλή, καθισμένοι ένας-ένας στα θρανία σε τάξεις της σχολής. Τη νύκτα της 30ής Αυγούστου μας έδωσαν ένα σακούλι, στο οποίο υπήρχε ένα τέταρτο του ψωμιού, λίγες ελιές και ένα κομμάτι τυρί. Μας είπαν ότι το φαγητό αυτό είναι για 4 γεύματα. Τότε καταλάβαμε ότι θα μας μετάφεραν στην Τουρκία.

Την επομένη στις 31 Αυγούστου, ημέρα Σάββατο, μας μετάφεραν στο Πέντε Μίλι, όπου μας περίμενε ένα πολεμικό πλοίο. Μας έβαλαν στο αμπάρι και μας κύκλωσαν με συρματοπλέγματα, ενώ μας φρουρούσαν ένοπλοι στρατιώτες. Μετά από 9 ώρες φθάσαμε στο λιμάνι της Μερσίνας στην Τουρκία. Με στρατιωτικά αυτοκίνητα μεταφερθήκαμε από το λιμάνι στα Άδανα στις φυλακές. Μας κατέβασαν από τα αυτοκίνητα. Άρχισαν τότε στο διάδρομο των φυλακών, που ήταν περίπου 100 μέτρα, να μας χτυπούν με λύσσα, άλλοι με τα όπλα τους και άλλοι με ξύλινα ρόπαλα. Όταν φθάσαμε κατά μικρές ομάδες στο κελί μας, ήμασταν όλοι λίγο ή πολύ τραυματισμένοι. Οι τραυματισμοί έφθαναν από κακώσεις στο πρόσωπο και διάφορα άλλα σημεία, μέχρι και τραυματισμούς από ξιφολόγχη. Μείναμε στα Άδανα μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου, οπότε μας μετάφεραν με λεωφορεία στην πόλη Αντίγιαμα, πάλι σε φυλακές. Εκεί μας έγινε ανάκριση στην οποία γίνονταν ερωτήσεις από Τούρκο αξιωματικό και τις οποίες μετάφραζε στα ελληνικά Τουρκοκύπριος. Οι συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή ήταν αρχαϊκές, αναφέρω μόνο το γεγονός ότι σε ένα θάλαμο κοιμόντουσαν 40 άτομα.

Τα μεσάνυχτα τις 19ης Σεπτεμβρίου μας ξύπνησαν και μας είπαν ότι όσοι ακούαμε το όνομά μας να εξερχόμαστε του θαλάμου. Μας μετάφεραν από το Αντίγιαμα στο λιμάνι της Μερσίνας και από εκεί πάλι με πολεμικό πλοίο στην Κερύνεια, όπου μας περίμεναν λεωφορεία που μας έφεραν στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας. Εκεί μας κατέγραψε ο Ερυθρός Σταυρός και μας δήλωσαν ότι θα απολυθούμε στις 22 Σεπτεμβρίου, σε ανταλλαγή με Τούρκους αιχμαλώτους στο Λήδρα Πάλας. Μετά την ανταλλαγή, μεταφερθήκαμε στη Ξενοδοχειακή Σχολή Λευκωσίας. Μετά από ιατρική εξέταση, αφεθήκαμε ελεύθεροι και μας παράλαβαν οι δικοί μας που περίμεναν με τόση αγωνία, μετά από 33 ημέρες αιχμαλωσίας».

soap2day